μισάνοιχτος

μισάνοιχτος
[мнсанихтос] επ. приоткрытый,

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "μισάνοιχτος" в других словарях:

  • μισανοιχτός — και μισοανοιχτός και μισανοικτός και μισοανοικτός, ή, ό και μισάνοιχτος και μισάνοικτος, η, ο [μισανοίγω] μισανοιγμένος («μισάνοιχτο παράθυρο») …   Dictionary of Greek

  • μισάνοιχτος — η, ο μισοανοιγμένος: Μισάνοιχτα παραθυρόφυλλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανάκουφος — η, ο 1. ελαφρός, ανάλαφρος 2. αυτός που δεν είναι καλά προσαρμοσμένος κάπου, που δεν έχει συνοχή με κάτι 3. αυτός που δεν είναι καλά κλεισμένος, μισάνοιχτος, γειρτός 4. κρυφούτσικος, υπόκωφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * υποκορ. + κούφος] …   Dictionary of Greek

  • ημιάνοικτος — η, ο μισάνοιχτος, μισοανοιγμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + ανοικτός. Η λ. μαρτυρείται από το 1878 στον Ιω. Κ. Καμπούρογλου] …   Dictionary of Greek

  • ημιφαής — ἡμιφαής, ές (Α) αυτός που φαίνεται κατά το ήμισυ, μισάνοιχτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + φαης (< φάος, το, «φως»), πρβλ. αυτο φαής, πασι φαής] …   Dictionary of Greek

  • ημιχανής — ἡμιχανής, ές (Α) ανοιχτός κατά το ήμισυ, μισάνοιχτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + χανης (< χάνος, το, «στόμα»), πρβλ. α χανής, ευρυ χανής] …   Dictionary of Greek

  • κουφωτός — ή, ό [κουφώνω] 1. κοίλος και κενός στο εσωτερικό του, κούφιος 2. (για παράθυρο) μισάνοιχτος …   Dictionary of Greek

  • μισόκλειστος — η, ο μισάνοιχτος, όχι εντελώς κλεισμένος: Από τη μισόκλειστη πόρτα έμπαινε αέρας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»